- λιγδώνω
- λίγδωσα, λιγδώθηκα, λιγδωμένος, λερώνω με λίγδα, λιγδιάζω: Η φόρμα εργασίας του ήταν συνέχεια λιγδωμένη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιγδώνω — λιγδώνω, λίγδωσα, λιγδωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιγδώνω — [λίγδα] (μτβ. και αμτβ.) ρυπαίνω ή ρυπαίνομαι με λίγδες, λερώνω, λιγδιάζω … Dictionary of Greek
λίγδωμα — το [λιγδώνω] το αποτέλεσμα τού λιγδώνω, λέκιασμα, κηλίδωμα … Dictionary of Greek
αλίγδωτος — η, ο [λιγδώνω] 1. αλίγδιαστος, καθαρός 2. αυτός που δεν γεύτηκε λίπος, λιπαρή τροφή … Dictionary of Greek
λιγδιάζω — λιγδιάζω, λίγδιασα, λιγδιασμένος βλ. πίν. 35 και πρβλ. λιγδώνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιγδιάζω — λίγδιασα, λιγδιάστηκα, λιγδιασμένος, λερώνω με λίγδα, λιγδώνω: Τα χέρια μου λιγδιάστηκαν από το βούτυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)